- υπερταλαντώ
- -άω, Α [ταλαντῶ](κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)1. έχω περισσότερο βάρος, ζυγίζω πιο πολύ2. μτφ. είμαι ανώτερος ή καλύτερος, υπερέχω, υπερτερώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερταλαντίζω — Α ὑπερταλαντῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑπερταλαντῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
υπερταλαντεύω — Α [ταλαντεύω] ὑπερταλαντῶ* … Dictionary of Greek